Σε είδα να κάθεσαι στον καφενέ τον παραλιακό. Μπροστά σου, το ολόγιομο φεγγάρι, φώτιζε το ασημένιο ποτάμι, γέφυρα ανάμεσα στο γαλάζιο της θάλασσας και στο μπλε του ουρανού. Ο κίτρινος χρωστήρας της σελήνης είχε πλάσει το πρόσωπό σου, σαν αρχαϊκή μορφή. Έμοιαζες όλος, ένας βαρύγνωμος στεναγμός. Η ματιά σου είχε σκαρφαλώσει στις απόμακρες κορυφές των αστεριών. Πλησίασα αθόρυβα, με φόβο μήπως καταστρέψω τη στιγμή. Εσύ, με μια κίνηση περίτεχνη του χεριού σου - πεπειραμένος διευθυντής ορχήστρας- με προσκάλεσες δίπλα σου να κάτσω. Χωρίς η ματιά σου να ξεκολλήσει απ’ του ουρανού τον εξαίσιο πίνακα, χωρίς η μορφή σου να εκδιώξει τη γαλήνη, ακούστηκε η φωνή σου, μες’ της νύχτας τη σιγαλιά, παλλόμενη μα καθάρια:
Φίλε μου, αποσυρθήκαμε στους μοντέρνους τόπους εκτοπισμού. Τότε ήταν ο Αϊ Στράτης, τα Γιούρα, το Μακρονήσι. Τώρα είναι το τριάρι, που κάποτε, με καμάρι, επένδυες στα τσιμεντένια του ντουβάρια τον μόχθο μιας ζωής. Είναι η ιδιωτική μας εξορία. Κι οι δρόμοι άδειοι, λεύτεροι, στις πατούσες των φαιών ορδών. Παραδομένοι σ’ αυτούς που έκαμαν ιδεολογία την τυφλή βία. Η πόλη περιφρουρείται από των ραβδούχων το ασύνειδο μίσος. Την ίδια στιγμή λακτίζονται γιατροί, νοσηλευτές. Τσουβαλιάζονται φάρμακα, οροί, κλίνες. Εκτοπίζονται ασθενείς στον προθάλαμο του Άδη. Ο εκπρόσωπος της Ρώμης αυτά διεμήνυσε και οι εντολοδόχοι, του έσπευσαν την επιθυμία του να ικανοποιήσουν, αυθωρεί και παραχρήμα. Να χάσουν τη θέση τους οι άνθρωποι; Η εντολή ξεκάθαρη: η χώρα θα είναι προτεκτοράτο του χρέους. Κι ο ραγιάς σκυφτός εξευτελίζεται στις ουρές του ΙΚΑ. Επαίτης στο ταμείο ανεργίας. Τα παιδιά του δεν χρειάζονται σχολειά. Γι’ αυτό τα κλείσανε. Και εμείς εθιζόμαστε στο δηλητήριο της υποταγής.
Φίλε μου, όταν αρχίζουν να υποψιάζονται τις ιδέες σου, να τις τακτοποιούν, να τις κλειδώνουν σε θυρίδες, μην αδρανείς. Όταν ήχοι παράξενοι, εκκωφαντικοί, τ’ αυτιά σου προσπαθούν να δεσμεύσουν, ή, όταν πάλι παιάνες, λόγοι βαρύγδουποι, ατελεύτητοι, την ατμόσφαιρα κατακλύζουν, ή, όταν μελάνι πολύ χύνεται στο βωμό της ελευθερίας, στης τάξης και του νόμου την διαφύλαξη, μην αμελήσεις «Πάρε μαζί σου νερό. Το μέλλον μας έχει πολύ ξηρασία» Κάποτε οι άσημες φλυαρίες θα τελειώσουν. Τότε όλοι θα προσδοκούν την καινούργια φωνή ν’ ακούσουν, να πιουν νερό καθάριο, φερμένο από των καταρρακτών τα διυλιστήρια. Τόσες μάχες, όμως, τόσος πόνος, τόσες πίκρες, τόσοι στεναγμοί, τόσα όνειρα, να καταχωνιαστούν, όπως-όπως στα σεντούκια της λήθης; Η ιστορία διαμαρτύρεται. Όταν το πλήθος των κομματικών γυρολόγων κτυπήσει την πόρτα σου, να είσαι προσεκτικός.
Μάταιες τυμπανοκρουσίες, άηχες λέξεις, προσπαθούν να κλέψουν τον δικό σου άνεμο. Φόρεσαν την φορεσιά του χαμαιλέοντα, όλοι όσοι πρωτοστάτησαν στην εκποίηση της χώρας. Ανέσυραν από τη ναφθαλίνη λέξεις για την δημοκρατία, για το λαό. Φόρεσαν το ξεφτισμένο προσωπείο του ασυνθηκολόγητου αγωνιστή της δημοκρατίας. Ξεσκόνισαν γι’ άλλη μια φορά, εκείνα τα ξεχασμένα επαναστατικά κοστούμια. Μαζεύτηκαν σε ευρύχωρες αίθουσες. Φώναξαν και τους φωτορεπόρτερ, τους τηλεπαρουσιαστές, τους έγκριτους διαχειριστές της πληροφορίας. Συγκρότησαν ερήμην ημών, Κοινό Τόπο, έτσι τον ονόμασαν, για την οργάνωση, εναλλακτικού, προοδευτικού και αξιόπιστου κυβερνητικού πόλου ικανού να ανατρέψει τις μνημονιακές δυνάμεις. Καμιά φορά αναρωτιέμαι, αυτό θράσος είναι, ή, αμοραλισμός; Οι άλλοτε κραταιοί υπουργοί, όταν τότε, της ημέρες της παντοδυναμίας τους πρόφεραν με αποτροπιασμό ή με ειρωνεία το όνομα του ΣΥΡΙΖΑ, τώρα όμως τι άλλαξε; Και κάθονται στο ίδιο τραπέζι και συνομιλούν, ατάραχοι ευειδείς, ασυνείδητοι. Και εσύ, μέλος του καινούργιου, του σύγχρονου, του απαλλαγμένου από αγκυλώσεις του παρελθόντος, από συνιστώσες και γραφειοκράτες, του ρεαλιστικού, ριζοσπαστικού, αριστερού κόμματος, πως έγινες, ξαφνικά, εγκάρδιος συνομιλητής αυτών των άστεγων της πολιτικής. Μήπως έτσι προσδοκάς κυβέρνηση να κατακτήσεις; Πρόσεχε, φίλε, αν τώρα που σε σχοινί ακροβατούμε, χαθεί η ισορροπία, η πτώση θα είναι ηχηρή και οδυνηρή. Τα λάθη στην πολιτική είτε έγιναν ενσυνείδητα, είτε ασυνείδητα, αφορούν τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων. Πρόσεχε, το τελευταίο που την Ιστορία απασχολεί, είναι η λίμπιντο της καρέκλας.
Σταμάτησες. Το μάτι σου καρφωμένο στων αστεριών την αρμάδα. Πήρες ανάσα βαθειά, έβγαλες στεναγμό απ’ τα έγκατα των σπλάχνων σου και η φωνή σου –φωνή παλικαριού- ακούστηκε και πάλι. Άραγε αυτό επιφύλασσε η ζωή στη αριστερά; Αυτή την αριστερά ονειρευτήκαμε όλα αυτά τα χρόνια της οδοιπορίας μας; . Εύσημα να εισπράττει απ’ τον αντίπαλο;
Όταν η κρύα σιωπή που τώρα τη χερσόνησο περιβρέχει, όταν οι άσημες φλυαρίες σαρωθούν, όταν τα χάρτινα πρόσωπα κουρελιασθούν από τον δικό μας ζωογόνο άνεμο, από την δική μας κραυγή, τότε οι κωδωνοκρουσίες θα είναι μάταιες. Το δίκιο της Ιστορίας είναι μαζί μας.
Φίλε μου, αποσυρθήκαμε στους μοντέρνους τόπους εκτοπισμού. Τότε ήταν ο Αϊ Στράτης, τα Γιούρα, το Μακρονήσι. Τώρα είναι το τριάρι, που κάποτε, με καμάρι, επένδυες στα τσιμεντένια του ντουβάρια τον μόχθο μιας ζωής. Είναι η ιδιωτική μας εξορία. Κι οι δρόμοι άδειοι, λεύτεροι, στις πατούσες των φαιών ορδών. Παραδομένοι σ’ αυτούς που έκαμαν ιδεολογία την τυφλή βία. Η πόλη περιφρουρείται από των ραβδούχων το ασύνειδο μίσος. Την ίδια στιγμή λακτίζονται γιατροί, νοσηλευτές. Τσουβαλιάζονται φάρμακα, οροί, κλίνες. Εκτοπίζονται ασθενείς στον προθάλαμο του Άδη. Ο εκπρόσωπος της Ρώμης αυτά διεμήνυσε και οι εντολοδόχοι, του έσπευσαν την επιθυμία του να ικανοποιήσουν, αυθωρεί και παραχρήμα. Να χάσουν τη θέση τους οι άνθρωποι; Η εντολή ξεκάθαρη: η χώρα θα είναι προτεκτοράτο του χρέους. Κι ο ραγιάς σκυφτός εξευτελίζεται στις ουρές του ΙΚΑ. Επαίτης στο ταμείο ανεργίας. Τα παιδιά του δεν χρειάζονται σχολειά. Γι’ αυτό τα κλείσανε. Και εμείς εθιζόμαστε στο δηλητήριο της υποταγής.
Φίλε μου, όταν αρχίζουν να υποψιάζονται τις ιδέες σου, να τις τακτοποιούν, να τις κλειδώνουν σε θυρίδες, μην αδρανείς. Όταν ήχοι παράξενοι, εκκωφαντικοί, τ’ αυτιά σου προσπαθούν να δεσμεύσουν, ή, όταν πάλι παιάνες, λόγοι βαρύγδουποι, ατελεύτητοι, την ατμόσφαιρα κατακλύζουν, ή, όταν μελάνι πολύ χύνεται στο βωμό της ελευθερίας, στης τάξης και του νόμου την διαφύλαξη, μην αμελήσεις «Πάρε μαζί σου νερό. Το μέλλον μας έχει πολύ ξηρασία» Κάποτε οι άσημες φλυαρίες θα τελειώσουν. Τότε όλοι θα προσδοκούν την καινούργια φωνή ν’ ακούσουν, να πιουν νερό καθάριο, φερμένο από των καταρρακτών τα διυλιστήρια. Τόσες μάχες, όμως, τόσος πόνος, τόσες πίκρες, τόσοι στεναγμοί, τόσα όνειρα, να καταχωνιαστούν, όπως-όπως στα σεντούκια της λήθης; Η ιστορία διαμαρτύρεται. Όταν το πλήθος των κομματικών γυρολόγων κτυπήσει την πόρτα σου, να είσαι προσεκτικός.
Μάταιες τυμπανοκρουσίες, άηχες λέξεις, προσπαθούν να κλέψουν τον δικό σου άνεμο. Φόρεσαν την φορεσιά του χαμαιλέοντα, όλοι όσοι πρωτοστάτησαν στην εκποίηση της χώρας. Ανέσυραν από τη ναφθαλίνη λέξεις για την δημοκρατία, για το λαό. Φόρεσαν το ξεφτισμένο προσωπείο του ασυνθηκολόγητου αγωνιστή της δημοκρατίας. Ξεσκόνισαν γι’ άλλη μια φορά, εκείνα τα ξεχασμένα επαναστατικά κοστούμια. Μαζεύτηκαν σε ευρύχωρες αίθουσες. Φώναξαν και τους φωτορεπόρτερ, τους τηλεπαρουσιαστές, τους έγκριτους διαχειριστές της πληροφορίας. Συγκρότησαν ερήμην ημών, Κοινό Τόπο, έτσι τον ονόμασαν, για την οργάνωση, εναλλακτικού, προοδευτικού και αξιόπιστου κυβερνητικού πόλου ικανού να ανατρέψει τις μνημονιακές δυνάμεις. Καμιά φορά αναρωτιέμαι, αυτό θράσος είναι, ή, αμοραλισμός; Οι άλλοτε κραταιοί υπουργοί, όταν τότε, της ημέρες της παντοδυναμίας τους πρόφεραν με αποτροπιασμό ή με ειρωνεία το όνομα του ΣΥΡΙΖΑ, τώρα όμως τι άλλαξε; Και κάθονται στο ίδιο τραπέζι και συνομιλούν, ατάραχοι ευειδείς, ασυνείδητοι. Και εσύ, μέλος του καινούργιου, του σύγχρονου, του απαλλαγμένου από αγκυλώσεις του παρελθόντος, από συνιστώσες και γραφειοκράτες, του ρεαλιστικού, ριζοσπαστικού, αριστερού κόμματος, πως έγινες, ξαφνικά, εγκάρδιος συνομιλητής αυτών των άστεγων της πολιτικής. Μήπως έτσι προσδοκάς κυβέρνηση να κατακτήσεις; Πρόσεχε, φίλε, αν τώρα που σε σχοινί ακροβατούμε, χαθεί η ισορροπία, η πτώση θα είναι ηχηρή και οδυνηρή. Τα λάθη στην πολιτική είτε έγιναν ενσυνείδητα, είτε ασυνείδητα, αφορούν τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων. Πρόσεχε, το τελευταίο που την Ιστορία απασχολεί, είναι η λίμπιντο της καρέκλας.
Σταμάτησες. Το μάτι σου καρφωμένο στων αστεριών την αρμάδα. Πήρες ανάσα βαθειά, έβγαλες στεναγμό απ’ τα έγκατα των σπλάχνων σου και η φωνή σου –φωνή παλικαριού- ακούστηκε και πάλι. Άραγε αυτό επιφύλασσε η ζωή στη αριστερά; Αυτή την αριστερά ονειρευτήκαμε όλα αυτά τα χρόνια της οδοιπορίας μας; . Εύσημα να εισπράττει απ’ τον αντίπαλο;
Όταν η κρύα σιωπή που τώρα τη χερσόνησο περιβρέχει, όταν οι άσημες φλυαρίες σαρωθούν, όταν τα χάρτινα πρόσωπα κουρελιασθούν από τον δικό μας ζωογόνο άνεμο, από την δική μας κραυγή, τότε οι κωδωνοκρουσίες θα είναι μάταιες. Το δίκιο της Ιστορίας είναι μαζί μας.
Μάρκος Δεληγιάννης
Nέα Μάκρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου