Του ΑΝΕΣΤΗ ΤΑΡΠΑΓΚΟΥ*
Είναι οφθαλμοφανές ότι το συσσωρευμένο αποτέλεσμα της καπιταλιστικής κρίσης και της μνημονιακής πολιτικής έχουν οδηγήσει πολλές μεσαίες ή μικρότερες παραγωγικές μονάδες σε εκκαθάριση, ολόκληρους κλάδους σε πορεία παραφθοράς και παραγωγικούς τομείς στη στασιμότητα και την ύφεση
Σε όλες τις μέχρι πρόσφατα μεταπολεμικές δεκαετίες ο ελληνικός και ευρωπαϊκός καπιταλισμός αναπτύσσονταν με σχετικά έντονους ρυθμούς, παρά τη διαμεσολάβηση ενδιάμεσων καταστάσεων οικονομικών κρίσεων, όπως στην περίπτωση εκείνης του 1973. Μ’ αυτή την έννοια το ζήτημα της κοινωνικής αλλαγής και πολύ περισσότερο του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού τοποθετούνταν με όρους ρήξης και υπέρβασης της καπιταλιστικής πραγματικότητας, σ’ ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούσε η οικονομική ανάπτυξη. Έτσι, στην αριστερή λογική της σοσιαλιστικής οικοδόμησης δεν μπορούσαν να μεσολαβήσουν ενδιάμεσα στάδια «εθνικής οικονομικής ανάπτυξης» ως προϋπόθεση της κοινωνικής αλλαγής, εφόσον αυτή ήδη άνθιζε στις περισσότερες δυτικό-ευρωπαϊκές οικονομίες. Περισσότερο το ενδεχόμενο του σοσιαλιστικού μέλλοντος νοούνταν ως μια προέκταση στα άκρα του επικρατούντος τότε σοσιαλδημοκρατικού μεταρρυθμισμού, ως η έσχατη μορφή ριζοσπαστικοποίησής του, μέσα σ’ ένα πλαίσιο αναδιανεμητικών πολιτικών, λειτουργίας του κράτους πρόνοιας κ.λπ.
Ωστόσο, με την ανάδειξη της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου στο δεύτερο εξάμηνο του 2008 και μέχρι σήμερα που συνεχίζει να παράγει τα ολέθρια κοινωνικά της αποτελέσματα (αλματώδης άνοδος της ανεργίας με τετραπλασιασμό σήμερα του ποσοστού της του 2008, συνεχείς περικοπές των λαϊκών εισοδημάτων από τις μνημονιακές πολιτικές κ.ά.), προκλήθηκε και συνεχίζει να προκαλείται μια δίχως προηγούμενο καταστροφή επενδεδυμένων κεφαλαίων και ζωντανών παραγωγικών δυνάμεων. Η προηγούμενη μορφή εντατικής καπιταλιστικής συσσώρευσης και κερδοφορίας, ισχυρών ρυθμών ανάπτυξης και αύξησης του ΑΕΠ έχει δώσει τη θέση της σε μια παρατεταμένη οικονομική ύφεση και αθροιστικής μείωσης του ΑΕΠ την τελευταία τετραετία της τάξης του 20%, μιας συνολικής κοινωνικής καταστροφής των λιγότερο ή μη κερδοφόρων κεφαλαίων και του ενός τρίτου σχεδόν του συνολικού εργατικού δυναμικού της χώρας.
Εύλογα, κατά συνέπεια, τίθεται από τις αντιμνημονιακές πολιτικές δυνάμεις, και ιδιαίτερα εκείνες της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, ως εναλλακτική προοπτική η παραγωγική ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας, η οποία να έχει ως μελλοντική της απόληξη την απαρχή του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Ο ίδιος ο σοσιαλισμός αντιμετωπίζεται ως η προοπτική και το αποτέλεσμα της παραγωγικής ανασυγκρότησης.
Παραγωγική αναδιάρθρωση και κυρίαρχες σχέσεις παραγωγής
Στα σίγουρα, εφόσον ο ελληνικός καπιταλισμός αδυνατεί να ξεπεράσει την κρίση υπερυσσώρευσης που τον μαστίζει με την εφαρμογή νέων τεχνολογιών ή με την επέκταση σε νέες εσωτερικές και εξωτερικές αγορές, οδηγείται στην εφαρμογή αστικών πολιτικών που έχουν ως αποκλειστικό τους σκοπό το να καταστήσουν την εργατική δύναμη φτωχότερη, πειθήνια και αποδιαρθρωμένη, δηλαδή την επαγγελία μιας μελλοντικής ανάκαμψης που να βασίζεται πάνω στην κοινωνική καταστροφή. Και εξίσου είναι οφθαλμοφανές ότι το συσσωρευμένο αποτέλεσμα της καπιταλιστικής κρίσης και της μνημονιακής πολιτικής έχουν οδηγήσει πολλές μεσαίες ή μικρότερες παραγωγικές μονάδες σε εκκαθάριση, ολόκληρους κλάδους σε πορεία παραφθοράς και παραγωγικούς τομείς στη στασιμότητα και την ύφεση. Μ’ αυτή την έννοια ως θετική έκφανση της αντιμνημονιακής πολιτικής προβάλλει η αναγκαιότητα ανάδειξης μορφών παραγωγικής αναδιάρθρωσης με την παράλληλη τροφοδότηση μιας αναπτυξιακής οικονομικής διαδικασίας, απαραίτητης προϋπόθεσης για την αντιμετώπιση των εκρηκτικών κοινωνικών ζητημάτων που έχουν προκύψει.
Το μείζον πολιτικό ζήτημα που αναδεικνύεται είναι: Αφενός το ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον μέσα στο οποίο προορίζεται να πραγματοποιηθεί αυτή η ανασυγκρότηση της κοινωνικής παραγωγής. Αφετέρου των διαδικασιών μέσα από τις οποίες αυτή η παραγωγική αναδιάρθρωση οδηγεί στον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Οποιαδήποτε μορφή αναδιάρθρωσης της παραγωγής δεν μπορεί να έχει «ουδέτερα» χαρακτηριστικά, ανεξάρτητα από τις σχέσεις παραγωγής, από τις οποίες και αναγκαστικά επικαθορίζεται. Στην προκειμένη περίπτωση η κυριαρχία των αστικών παραγωγικών σχέσεων (ιδιωτική ιδιοκτησία μέσων παραγωγής, εξαγωγή υπεραξίας στην καπιταλιστική επιχείρηση, ιεραρχικός καταμερισμός εργασίας κ.λπ.) καθιστά ατελέσφορη, άγονη και αναποτελεσματική την κάθε είδους ανασυγκρότηση παραγωγικών επιχειρήσεων, δραστηριοτήτων, κλάδων ή παραγωγικών τομέων (αγροτικών, βιομηχανικών, υπηρεσιών), που έχουν υποστεί πλήγματα από την κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και την πολιτική εφαρμογής των αλλεπάλληλων Μνημονίων.
Πώς δηλαδή είναι δυνατή η ριζοσπαστική αντιμετώπιση της μαζικής ανεργίας, της μείωσης των εργατικών μισθών και συντάξεων, της αποψίλωσης των ασφαλιστικών δικαιωμάτων, με μόνη την προαγωγή διαδικασιών παραγωγικής ανασυγκρότησης, όταν το ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον παραμένει ασφυκτικά ελεγχόμενο από τις αστικές οικονομικές δυνάμεις και η ενδεχόμενη αριστερή κυβέρνηση δεν διαθέτει παρά ελάχιστες δημόσιες επιχειρήσεις διά μέσου των οποίων θα επιχειρηθεί να ασκηθεί οικονομική πολιτική, τα αποτελέσματα της οποίας δεν μπορεί παρά να είναι εξαιρετικά περιορισμένα;
Πέρα από το New Deal και τον κεϋνσιανισμό
Από αυτή την άποψη η αντιμετώπιση του ζητήματος της πλήρους απασχόλησης με τη σταδιακή απορρόφηση του 1,2 εκατομμυρίων ανέργων είναι ενδεικτική: Στον βαθμό που η πλειοψηφική επιχειρηματική δραστηριότητα διατηρείται υπό την κυριαρχία των αστικών παραγωγικών σχέσεων, οποιαδήποτε κρατική επενδυτική πολιτική, οποιαδήποτε αναπτυξιακή δραστηριότητα μερικών κοινωφελών επιχειρήσεων, οποιαδήποτε φορολογικά μέτρα απέναντι στο μεγάλο κεφάλαιο δεν μπορούν παρά εντελώς στοιχειακά να μειώσουν την υπερμεγέθη ανεργία κι αυτό κατά μερικές μονάδες (π.χ. από το 25% στο 20% στην καλύτερη των περιπτώσεων). Άλλωστε, οι ιδιωτικές παραγωγικές επιχειρήσεις, με δεδομένο μάλιστα ότι θα επιβαρύνονται με μεγαλύτερα εργατικά κόστη και ασφαλιστικές εισφορές και με μεγαλύτερη φορολόγηση, σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να προχωρήσουν σε μαζικές προσλήψεις προσωπικού, ακόμη και στην περίπτωση αύξησης της κατανάλωσης (μέσω αναδιανεμητικών πολιτικών), και θα διεκπεραιώνουν αυτή την αυξημένη ζήτηση με την ένταση της εργασίας του υπάρχοντος δυναμικού. Επιπρόσθετα, όλα αυτά τα επιβαρυντικά για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις μέτρα μιας αναδιανεμητικής πολιτικής και αναδιάρθρωσης θα επιτείνουν την κρίση κεφαλαιακής υπερσυσσώρευσης, με αποτέλεσμα τη συνέχιση της ύφεσης και στασιμότητας και τη διοχέτευση των κεφαλαίων στην τραπεζική ασυλία, ελληνική ή διεθνή. Η δυναμική μιας πολιτικής του New Deal του Φ. Ρούζβελτ προπολεμικά και του Τ.Μ. Κέυνς μεταπολεμικά έχουν εξαντληθεί προ πολλού και δεν είναι δυνατή η επιστροφή σ’ αυτές.
Η μοναδική δυνατότητα στις σημερινές συνθήκες ύφεσης, ανεργίας, λιτότητας και καταστροφής, που είναι σε θέση να λειτουργήσει με όρους οικονομικής ανόρθωσης και παραγωγικής αναδιάρθρωσης, δεν είναι άλλη από την προώθηση ριζοσπαστικών μέτρων σοσιαλιστικής αναδιοργάνωσης (δημοκρατικός παραγωγικός σχεδιασμός, παραγωγή προσανατολισμένη στις κοινωνικές λαϊκές ανάγκες, μορφές εθνικοποίησης - κοινωνικοποίησης στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων στους παραγωγικούς κλάδους, γενικευμένος εργατικός έλεγχος κ.λπ.). Έτσι, η όποια ανασυγκρότηση κλάδων, επιχειρήσεων και ευρύτερα οικονομικών δραστηριοτήτων δεν μπορεί να βρει γόνιμο έδαφος ανάπτυξής της παρά σ’ ένα ευρύτερο πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον εφαρμογής μέτρων σοσιαλιστικής μετάβασης ευθύς εξ αρχής, ενώ στη διαφορετική περίπτωση της συνέχισης της κυριαρχίας των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, αυτές θα πνίγουν και θα ακυρώνουν κάθε εγχείρημα παραγωγικής αναδιάρθρωσης της εθνικής οικονομίας.
_____________________________
Ημερ. δημοσίευσης: 19/09/2012 εφημ. Η ΑΥΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου