του Μάρκου Δεληγιάννη
Σε είδα πάλι σκεπτικό να βηματίζεις στη γνωστή την προκυμαία. Η ματιά σου ανυπόμονη σάρωνε του λιμανιού το έμπα. Περίμενες το δικό σου το βαπόρι, επιτέλους , ολόφωτο, να φανεί στου ορίζοντα το βάθος, εκεί, που τα όνειρα πεθαίνουν, εκεί, που τα δάκρυα γεννιούνται. Αλήθεια, σκεφτόσουν, πόσα βαπόρια βούλιαξαν μέσα στης λήθης τα μαύρα τα νερά; Λιγόστεψαν τα πλοία. Μα και τα λιμάνια. Όλο και λιγότερα λιμάνια απέμειναν . Μήπως κι οι ναύτες οι πραγματικοί δεν λιγόστεψαν κι αυτοί. Ατένιζες γι’ άλλη μια φορά της θάλασσας τα βάθη. Τίποτα. Πεντακάθαρος ο ουρανός. Η προκυμαία άδεια. Οι λιμανίσιοι γλάροι ήρεμοι συμπληρώνουνε το βραδινό τους φαγητό. Αυτοί ξέρουν. Καμία άφιξη για απόψε δεν έχουν καταγράψει. Η προσμονή σε κούρασε στ’ αλήθεια. Ένοιωσες την ανάγκη να βρεθείς για λίγο, σε κείνη τη γνωστή την αίθουσα των συναθροίσεων. Εκεί, που συνεδριάζουν, όσοι ξεμπαρκάρισαν, αλλά κι όσοι μπαρκάρισαν για να δραπετεύσουν απ’ την πραγματικότητα. Σκέφτηκες: Ας κάνω ένα διάλειμμα κι εγκατέλειψες τον λιμανίσιο ντόκο. Σ’ έσπρωχνε η ανάγκη. Ήθελες με κάποιον να μιλήσεις. Τα βήματά σου σ’ έφεραν σ’ αυτό το μέρος το γνωστό. Έμοιαζες ναυτικός, που νοιώθει στοργή, μόνο σαν βρεθεί μες’ του μπαρ τη θολή ατμόσφαιρα. Έτσι κι εσύ, ανάγκη μεγάλη είχες, ανάμεσα σε συντρόφους να βρεθείς. Να πεις εκείνη την παλιά, τη χιλιοειπωμένη ιστορία. Ν’ αφουγκραστείς των λέξεων το βουητό, καθώς ίπτανται στης αίθουσας την οροφή, λίγο πριν χαθούν. Η ξυλοδεσιά της σκεπής θα τις ρουφήξει. Όπως ακριβώς οι ναυτικοί, μόνο που αυτοί διηγούνται το στεναγμό κάποιου γρήγορου αποχαιρετισμού στ’ άδεια μπουκάλια του ουίσκι, ενώ, εσύ απευθυνόσουν σε ακροατήριο ανθρώπων κουρασμένων.
Όταν γύρισες ξανά στης αναμονής την μονοτονία, εκεί, στου λιμανιού την αποβάθρα, έκπληκτος διαπίστωσες, ότι το μπάρκο που με τόση λαχτάρα καρτερούσες, πριν από λίγο, είχε αποπλεύσει. Του αποχαιρετισμού τα σφυρίγματα, ακόμη αντηχούσαν. Η λιγνόκορμη σιλουέτα του καπνού, καθώς ξεπηδούσε απ’ το αβυσσαλέο στόμα της τσιμινιέρας, σκαρφάλωνε στου ουρανού τα δώματα, αφήνοντας πίσω της μαύρα αχνάρια.
Απαρηγόρητος, έτρεξες πίσω στους συντρόφους σου. Χάθηκες όμως, μέσα στων αναίτιων λέξεων τα στενοσόκακα. Οι ταμπέλες των δρόμων, ξεθωριασμένες απ’ του χρόνου τον εναγκαλισμό, περισσότερο σε μπέρδευαν, παρά σε διαφώτιζαν. Ρώτησες κάποιους. Μα κι αυτών ο λόγος ήταν τόσο ασαφής. Μουρμούριζαν κάτι για αντικειμενικό παράγοντα, κάτι για υποκειμενικές συνθήκες, για ωρίμανση των λαϊκών μαζών, για Ευρώπη των λαών. Τα λόγια τους, ήχησαν σαν νόμισμα πολυχρησιμοποιημένο, στου χρηματιστηρίου την αρένα. Στράφηκες σε κάποιους άλλους, μα αυτοί σημασία δεν σου έδωσαν καμιά. Τους είχε απορροφήσει η έκδοση . ληξιαρχικής πράξης θανάτου του πιο ζωντανού, του πιο δραστήριου κομματιού της ριζοσπαστικής αριστεράς, του Πλουραλισμού! Βιάζονταν να μισθώσουν πεπειραμένους εργολάβους κηδειών, ώστε η τελετή να είναι εντυπωσιακή. Στρατολόγησαν, μάλιστα, και ένα σωρό βαστάζους κατάλληλους για τέτοιες δουλειές. Αναρωτήθηκες: Άραγε μιλάμε την ίδια γλώσσα; Μπορούμε να συμβιώσουμε κάτω απ’ την ίδια στέγη, οι βαρύγδουποι αναλυτές του χαμού και οι εραστές της ζωής; Τούτες τις δύσκολες στιγμές, που οι θλιβεροί θιασάρχες επιδιώκουν να στήσουν το ίδιο κακοπαιγμένο έργο, με τον ίδιο ατάλαντο σκηνοθέτη, με τους ίδιους ξοφλημένους ηθοποιούς, με αδηφάγους παραγωγούς μόνη ελπίδα, είναι η δράση, η πολιτική δράση. Μόνο αυτή μπορεί να γίνει η δύναμη, ο κυματοθραύστης που θ’ αποκρούσει τον ολοκληρωτισμό.
Σύντροφε, μην βαυκαλίζεσαι με φρούδες ελπίδες. Μην προσδοκάς πλοίο να καλωσορίσεις. Πλοίο που θα σε ταξιδέψει σε θάλασσες καινούργιες. Εδώ, σε τούτο το λιμάνι, πίσω από τους δασωμένους λόφους θα χαρούμε το ξημέρωμα.
Η αγρύπνια στης ΕΡΤ το μετερίζι πρέπει να έχει αίσιο τέλος. Χρόνια τώρα, ο αμοραλισμός κατευθύνει τους καλοθρεμμένους πραίτορες, κι αυτοί φαίνεται να μην ορρωδούν προ ουδενός. Τους είδατε παρατεταγμένους, με τις πλουμιστές γραβάτες να ορκίζονται πίστη, στων μνημονίων τις αξιώσεις. Βέβαια όλα αυτά γίνονται για του λαού το καλό. Γι’ αυτό φροντίζουν οι προγάστορες ύπατοι. Μοχθούν νυχθημερόν. Συναγωνίζονται ποιος, πρώτος από όλους θα επιβάλει τη σιγή τάφου στη έρημη χώρα. Η αγρύπνια, σύντροφοι, να συνεχιστεί. Αν δικαιωθούν οι εργαζόμενοι εδώ, στην ΕΡΤ, αυτόματα η νιότη θα σηκώσει οδόφραγμα ενάντια στους ληστές του αύριο. Ο κόσμος είναι ωραίος κι αξίζει τον κόπο ν’ αγωνιστείς γι’ αυτόν. Εμείς σύντροφοι, δεν θέλουμε τίποτα, παρά μόνο του παιδιού το άδολο γέλιο να διατηρήσουμε αμόλευτο, της ετοιμόγεννης την κραυγή να την κάνουμε τραγούδι, του αβόλευτου τον στεναγμό να τον κάνουμε χορό.
Ζούμε στιγμές μοναδικές. Άδικο είναι να τις σπαταλήσουμε στων λέξεων την αοριστία, στης ματαιοδοξίας το ναρκωτικό. Η Ιστορία αγρυπνεί.
Μάρκος Δεληγιάννης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου