για το όνειρο, το όραμα για την ου-τοπία

για το όνειρο, το όραμα για την ου-τοπία
...................................................για το όνειρο, το όραμα για την ου-τοπία
Δεν έχουμε δεν πληρώνουμε....
"Η χώρα δεν έχει ανάγκη από μια συμφωνία γενικά. Έχει ανάγκη από μια έξοδο από τα αδιέξοδα των μνημονίων, από μια σύνθετη πολιτική διεξόδου και αναγέννησης σε όλους τους τομείς, παραγωγικής και πνευματικής – κοινωνικής, εθνικής ανασυγκρότησης, που δεν μπορεί να γίνει μέσα από τα νεοφιλελεύθερα δόγματα και τους όρκους πίστης στις συνθήκες της Ε.Ε., χωρίς έναν σταθερό προσανατολισμό για μια νέα θέση της χώρας στον γεωπολιτικό άξονα. [Ο Δρόμος της Αριστεράς]

Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013

Το αγαπημένο βουνό της Αττικής βαθιά τραυματισμένο

ΕΠΙΦΥΛΛΙΔΑ   
του Φίλιππου Νικολόπουλου
Αν/τη Καθηγητή Κοινωνιολογίας
Παν/μίου Ινδιανάπολης
και Uindy Athens- συγγραφέα


Αφιερωμένο στους ορειβάτες και πεζοπόρους φίλους της Πάρνηθας


Ο εσωτερικός διάλογος του ορειβάτη, του πεζοπόρου, ή ακόμη και του απλού φυσιολάτρη, με το βουνό είναι μια κατάσταση που δεν εκφράζεται εύκολα με λεκτικά σχήματα ή λογικές έννοιες. Πέρα απ’ τις «εξωτερικές διαδρομές» μέσα στους ορεινούς τόπους, υπάρχουν οι «εσωτερικές διαδρομές» σ’ ένα ενιαίο φυσικό ορεινό – ανθρώπινο – πνευματικό – ψυχικό τοπίο, ένα τοπίο πολύ μεγαλύτερου βάθους, με συμβολικά σημεία, σταθμούς και κορυφώσεις. Η εξερεύνηση, οι δράσεις και το σύνολο των συμβάντων σ’ αυτό το χώρο των εσωτερικών επαφών και δι-αντιδράσεων έχουν πολύ περισσότερη σημασία και πλούτο. Ό,τι αφουγκράζεσαι και νοιώθεις σ¨αυτόν  τον “εσωτερικό” χώρο  είναι πολύ πιο συναρπαστικό απ’ αυτά που αντιλαμβάνεσαι με τις φυσικές σου αισθήσεις.
Το «φυσικό» είναι η αφορμή για τις «εσωτερικές συνομιλίες», για τις «εσωτερικές διεισδύσεις», για την ανάδειξη κορφών που  αντικρίζονται, πλησιάζονται και περπατιούνται με τα μάτια και τα μέλη της καρδιάς. Η μυστική επαφή με το «φυσικό» αποτελεί ένα συνταρακτικό γεγονός του εσωτερικού κόσμου σου, που εμπλουτίζει τόσο εσένα, όσο και τις διαστάσεις του ίδιου του εξωτερικού κόσμου, καθώς τις αντικρίζεις με «άλλα» μάτια και «άλλες» αισθήσεις. Πρόκειται για τη διαμόρφωση ενός διαρκούς ενεργειακού πεδίου, που ακουμπά και αναζωογονεί τα μάτια της ύπαρξής σου και της δίνει νέες δυνατότητες ανύψωσης.
Στην αγκαλιά των βουνών εμπνέεσαι, χαίρεσαι αίσθημα ελευθερίας και ρώμης, αφήνεσαι σε πετάγματα που σε φέρνουν σε ύψη μεγαλειώδη. Είν’ αλήθεια ότι το αίσθημα της υψηλοφροσύνης ταιριάζει κατ’ εξοχήν στους εραστές των ορέων, όπως βέβαια και το θάρρος του ύψους και της εγκατακρήμνισης. Κι αυτά φυσικά τα χαρακτηριστικά τα κατανοούν πιότερο οι ποιητικές ψυχές, που αναζητούν στην ίδια την πράξη και τη ζωή τη φλόγα της ποίησης, αδιαφο­ρώντας για το όποιο τίμημα.
Όχι λίγες φορές αυτές και παρόμοιες σκέψεις με συντροφεύουν στις μοναχικές πεζοπορικές μου διαδρομές στα μονοπάτια, στις πλαγιές, στις λάκκες, στα ισώματα, στις χαράδρες και στις κορφές του αγαπημένου βουνού, του ψηλότερου κα πιο ελατοσκεπασμένου βουνού της Αττικής, της Πάρνηθας. Ήταν και είναι η πιο κοντινή ορεινή «άγρια γωνιά», ο πιο κοντινός εθνικός δρυμός, όταν θελήσεις να «δραπετεύσεις» απ’ τη «φυλακή της μεγαλούπολης” και αποφασίσεις να ξεχάσεις προς στιγμή τις σκοτούρες, τις έγνοιες και τις εντάσεις της. Εκτεταμένος ορεινός όγκος στα ΒΑ της Αττικής με σχετικά ομαλό ορεινό ανάγλυφο μπορεί να σου προσφέρει πάνω από 200 διαδρομές μέσα από μονοπάτια, που διασχίζουν την έκτασή του (έκταση κατάφυτη, τουλάχιστον πριν από την καταστρεπτική πυρκαγιά του 2007) σχεδόν και προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα: Χούνη –Μαυροβούνι - Μπάφι – Φλαμπούρι –Μόλα – Σκίπιζα - Αγ. Τριάδα – Παλαιοχώρι – Καραμπόλα – Όρνιο – Κανταλίδι – Ξεροβούνι - Κατσιμίδι – Βούντεμα - Μεγάλο και Μικρό Αρμένι – Σαλονίκη –  Πύριζα - ρεματιά Χάραδρου Μπελέτσι - Κυρά – Αγέρας –– Πλατυβούνι – Ντράσιζα - Μαυρόρεμα  Πετράλωνα– Κακιά Ράχη – ρεματιά Καμπέρας –  ρεματιά Μποντιάς – Σπήλαιο Πάνα – Βουνό Φυλής – Κλημέντι – Λέντριζα - Μπόρσι –ρεματιά Γκούρας.
Η ορεινή αδελφική αγκαλιά πάντα σε περιμένει, σε σχετικά μικρή απόσταση, να σε ξεκουράσει και να σε αναζωογονήσει, όποτε καταφέρεις ν’ απεγκλωβιστείς απ’ τα σύγχρονα «αθηναϊκά τείχη». Σε περιμένει ειλικρινής και  απροκατάληπτη, ανοικτή σε καλούς και κακούς, όποτε  καταφέρεις να κάνεις πέρα τις πιέσεις και τα άγχη που σου δημιουργούνται από μια πόλη, που δεν μπόρεσε να κρατήσει πολεοδομική και δημογραφική ισορροπία μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τις τραυματικές κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις που ακολούθησαν. Η ανάσα μέσα στη βρώμικη και πνιγηρή ατμόσφαιρα, ιδίως τα καλοκαίρια με τις υψηλές θερμοκρασίες, δυσανασχετεί κι αναζητά την λύτρωσή της σε ελεύθερους κι ανοικτούς ορεινούς τόπους, όπου τα δάση προσφέρουν απλόχερα το αντίδοτο στην «αρρώστια των ρύπων» και στην βαθμιαία «αστεακή δηλητηρίαση».
Απ’ τα παιδικά μου χρόνια έτσι ένοιωθα αυτό το βουνό, χειμώνα-καλοκαίρι, με ή χωρίς χιόνια, με βαριά συννεφιά ή λιακάδα, με ομίχλη ή πεντακάθαρη ατμόσφαιρα. Οι επισκέψεις και πεζοπορίες μου ήταν σαν να γινόντουσαν πάντα σ’ ένα χώρο καταδικό μου, σ’ ένα χώρο που τον δικαιούμαι, αλλά και οφείλω αμείωτα να τον φροντίζω. Αναμνήσεις ατέλειωτες. Με φίλους και δικούς μου. Αλλά και μόνος.
Βέβαια, αυτό το «μόνος» είναι σχετικό. Γιατί περπατώντας μέσα σ’ ένα ορεινό  περιβάλλον που το αγαπάς και που «συμπορεύεσαι» μαζί του απ’ τα .μικράτα σου αισθάνεσαι παντού συντροφιές και φίλους, ακόμη και χωρίς ανθρώπινη παρουσία: έλατα, πεύκα, κουμαριές, ιτιές, άγριοκορομηλιές, αγριοκυπάρισσα, αγριόκεδρα, πλατάνια, αγριολούλουδα, απλοί θάμνοι,πέτρες, βράχοι, κορφές όχι απλώς σου μιλούν, σαν ζωντανές υπάρξεις, αλλά νιώθεις ότι εσύ κι αυτά αποτελείτε την ίδια παρέα, την ίδια φυσική κοινότητα που διαπερνιέται απ’ τους δικούς της νόμους, απ’ το δικό της πνεύμα αλληλεγγύης και συντροφικότητας.
Θυμάμαι, παιδί ακόμη, όταν γυρνούσα νύκτα στην Αθήνα, ύστερα από ημερήσιες εκδρομές, αισθανόμουνα θλίψη κι ανησυχία που άφηνα πίσω μου ακόμη και “τους άψυχους φίλους μου”, τις απλές πέτρες και βράχους, λες κι αυτοί ακόμη στο βάθος είχαν ψυχή και στενοχωριόντουσαν για τον αποχωρισμό τους απ’ την ανθρώπινη παρουσία. Τότε  ένοιωθα πολύ έντονα τη ζεστασιά της ανθρώπινης κοινότητας (την αλλοτρίωση και την εσωτερική ερήμωση δεν  τις είχα αισθανθεί ακόμη) και κουβαλούσα αρκετές φορές μικρούς «άψυχους φίλους» μέσ’ τις τσέπες μου για να τους μεταφέρω κοντά μας, γιατί νόμιζα  ότι έτσι  στην “πόλη μας”, “μαζί μας” δεν θα “υπέφεραν από μοναξιά, αλλ’άντίθετα  θα ένοιωθαν  συντροφικά…” .
Μετά τα γυμνασιακά μου χρόνια, άρχισα να πεζοπορώ πιο συστηματικά και πολλές φορές κατασκήνωνα στο βουνό ολονυχτίς, όχι μόνο με καλό καιρό αλλά και με βροχή ή χιονόπτωση. Ήταν ο πιο γρήγορος τρόπος να βρεις άγριες συνθήκες βαρυχειμωνιάς και να αισθανθείς μαζί τους εκείνο το φυσικό πάλεμα κι αντίσταση, που κάνει την ύπαρξή σου να ορθώνεται ισχυρή και πληρέστερα συνειδητοποιημένη. Σε μια ώρα και κάτι από την Αθήνα και βρισκόσουν σ’ ένα πάλλευκο τοπίο, με θολή ατμόσφαιρα κι έναν άνεμο να σου σφυροκοπά το κεφάλι, λες και βρίσκόσουν σε πολική περιοχή. Τόσο κοντά αυτός ο χειμερινός θησαυρός για έναν ορειβάτη! Γιατί στη βαρυχειμωνιά, στον άγριο χιονιά την Πάρνηθα δεν πρέπει ποτέ να την υποτιμάς. Στις βόρειες περιοχές της πάνω απ΄τα χίλια μέτρα (βόρειες πλαγιές Όρνιου και Καραμπόλας,Μόλα, Τσογγάνια, Μακρυλάκκα, Αγόρο, Καψάλα, Ξεροβούνι, Φλαμπούρι κ.α.) το στρώμα του χιονιού γίνεται βαθύ,όχι λίγες φορές η θερμοκρασία πέφτει αρκετούς βαθμούς κάτω απ’ το μηδέν κι ο  άνεμος λυσσομανά.
Αμέτρητες οι ζωντανές αναμνήσεις από χειμερινές περιπέτειες. Πόσες φορές η ορειβατική σκηνή μας  είχε σκεπαστεί  τόσο πολύ από χιόνι, έτσι ώστε από μακρυά δεν διακρινόταν σαν κάτι “τεχνητό.” Φαινόταν, ας πούμε,σαν τμήμα του χιονισμένου εδάφουςή σαν χιονισμένος βράχος ή σαν μεγάλος θάμνος ντυμένος στα ολόλευκά του. Κι εγώ με τη σύντροφό μου μέσα στη σκηνή  να προσπαθούμε να μαγειρέψουμε, ν’ ανεβάσουμε τη θερμοκρασία, να νοιώσουμε ακόμη βαθύτερα την έντονη εσωτερική ζεστασιά που αγκαλιάζει δύο ερωτευμένους ανθρώπους, καθώς παλεύουν κι αντιστέκονται σ’ αντίξοες καιρικές συνθήκες, στα άγρια λευκά δόντια επίφοβης χιονοθύελλας! Φύση, η Μεγάλη Μάννα, αλλά Φύση κι η Μεγάλη Απειλή, ο Μεγάλος Σύντροφος που όχι λίγες στιγμές δικαιολογημένα φοβίζει.          
Στην πραγματικότητα, για ένα συνετό ορειβάτη. που νοιώθει βαθιά την εσωτερική επαφή με το ορεινό στοιχείο, δεν πρόκειται για  απειλητική σύγκρουση με τα “στοιχειά της Φύσης” , αν ξέρει φυσικά να εκτιμά σωστά  και να σέβεται τη δύναμή τους, αλλά για ένα καλοδεχούμενο «παιχνίδι» ικανό να εμπνεύσει. Το πάλεμα μπορεί να είναι ελεγχόμενο κι αποτελεί μια άλλη έκφραση της αρχέγονης ένωσης με τη Μεγάλη Μάννα.!
   Πόσες φορές οι διαδρομές μας μέσα στο χιόνι, ακόμη και στους γνωστούς δασικούς δρόμους και μονοπάτια, ήταν ιδιαίτερα κοπιαστικές, όταν ο λευκός,αλλά πότε-πότε πράγματι βασανιστικός φίλος, μας αγκάλιαζε μέχρι το το στήθος  και το περπάτημα ουσιαστικά ήταν βύθισμα και ξαναβύθισμα μέσα στο   πλούσιο , μαλακό και παρθένο στρώμα του. Άλλες φορές πάλι, έκανα ορειβατικό σκι ή σκι αντοχής στους χιονισμένους δασικούς δρόμους και πλαγιές (προς Λημικό, προς Φλαμπούρι, προς Πετράλωνα, προς Μόλα, προς Κυρά, προς Αέρα, προς Μεσσιανό νερό και προς άλλες τοποθεσίες) ή ακόμη και στον περιφερειακό ασφαλτόδρομο, όταν μεταβαλλόταν σε προσωρινή «χιονοδρομική πίστα»,  ξεκινώντας πρωί και τελειώνοντας νύκτα με φακό κεφαλής.!
Κι όταν κάποιες φορές έπεφτα με δύναμη μέσ’ το χιόνι, το απολάμβανα κι έμενα αρκετά λεπτά βυθισμένος μέσα του. Ήθελα να γίνω ένα μαζί του, αψηφώντας το κρύο ή τον άνεμο και δοσμένος απόλυτα στην αγκαλιά των ονειρικών λευκών πολιτειών και των μαχητικών αισιόδοξων σκέψεων! Όχι λίγες φορές οι χιονοπτώσεις ήταν εντονότατες και κρατούσαν για μεγάλο διάστημα κι ο περιφερειακός δρόμος στο βόρειο τμήμα του μπορεί να ήταν αποκλεισμένος για μήνες, π.χ. από Δεκέμβρη έως Μάρτιο. Ακόμη και τον Μάρτιο μπορούσες να κατέβεις προσεκτικά με σκι πλαγιές στις περιοχές του Μόλα, του Όρνιου, της Κακιάς Ράχης και της Καραμπόλας, μέσα απ’ τα έλατα, υπολογίζοντας με ακρίβεια τη διαδρομή και την ταχύτητά σου.
Τι να πρωτοθυμηθώ! Περπάτημα με ζέστη και καυτό ήλιο, περπάτημα νύκτα, με ομίχλη ή ξαστεριά ή μαγευτικό φεγγαρόφωτο, περπάτημα μέσα σε χαρούμενες κι ευτυχισμένες στιγμές, περπάτημα σαν διέξοδο σε θλίψη, στεναχώριες, καημούς και σεκλέτια. Περπάτημα που θα μπορούσε να θεωρηθεί τάση φυγής, περπάτημα με βαθιές σκέψεις η στοχαστικές αναζητήσεις, που δεν βρίσκουν πιο ταιριαχτή και εμπνευστική συντροφιά απ’ την αργή πεζοπορία στα μονοπάτια των δασοσκεπασμένων πλαγιών και το αγνάντεμα από ψηλά βράχια κορφών και φαραγγιών.
Μια φορά, θυμάμαι, κατέβηκα μια χειμωνιάτικη ημέρα με μια φίλη το μονοπάτι δίπλα απ’ τη χαράδρα της Γκούρας κι έφτασα πέρα απ’ την σπηλιά του Πάνα δίπλα ακριβώς απ’ την όχθη του ορμητικού χειμάρρου. Το νερό ήταν μπόλικο και αφρισμένο. Χτυπούσε με δύναμη τις λευκές πέτρες και άπλωνε ακανόνιστα την ομπρέλα των αφρών του. Βρεχόμασταν αλλά, αν και χειμώνας, μας άρεσε. Καθόμασταν ώρες αμίλητοι και συνάμα ομιλητικοί, αμίλητοι μεταξύ μας και ομιλητικοί με τις νεράιδες των βουερών νερών. Κάποια στιγμή ένοιωσα την κοπέλα που είχα δίπλα μου και το γύρω τοπίο σαν μια και μόνη οντότητα, χωρίς βασανιστικούς διαχωρισμούς. Διάχυτο ερωτικό στοιχείο που υψώνει σε μία αγκαλιά κορμιά,  ψυχές, βράχια, τρεχούμενα νερά και τα τραγούδια τους. Πλησίασα πιο κοντά στην κοίτη κι άρχισα να απευθύνω ποιητικά λόγια στον αγριεμένο υγρό φίλο μου. Τότε, μέσα απ’ την πληθωρική βοή, που σκέπαζε τα πάντα, άρχισαν ν’ ανυψώνονται ποιητικοί ψίθυροι, σα χρησμοί, για λυτρωτικά μυστικά,που μόνο οι μυημένοι στις μαγευτικές τελετουργίες του Φυσικού Βασιλείου μπορούν να καταλάβουν. Μια τρυφερή φωνή βγαλμένη μέσα απ’ την αγριάδα ενός μουγκρητού. Είναι φορές που στο Φυσικό Βασίλειο το παιχνίδι των αντιθέσεων σε εντυπωσιάζει και σε εκστασιάζει. Σε κάνει να νοιώθεις την απεριόριστη εναλλαγή των διαστάσεών του, τη διαφορετικότητα των εκδοχών του, την ποικιλία των ανεπανάληπτων εκφράσεών του, το πολύπτυχο της υπαρξιακής κλιμάκωσης ,μιας κλιμάκωσης που πραγματικά δεν είναι  εύκολο να υποψιαστείς πού τελειώνει.
Άλλες φορές πάλι, σε άγριες, εκρηκτικές και τρομακτικές ακόμη εκφράσεις του Φυσικού Βασιλείου νοιώθεις τα μύχια της ύπαρξής σου ν’ ακουμπούν στα δικά του, λες και μια κοινή φλέβα ορμητικών ξεσπασμάτων να σας ενώνει. Σε μια τέτοια διαπίστωση ο Φρειδερίκος Νίτσε θα πανηγύριζε και θα διατυμπάνιζε γιατί οι «αρρωστιάρικες ηθικές» αυθόρμητα απορρίπτονται απ’ τη δυνατή ανθρώπινη φύση! Στο βάθος είμαστε παιδιά των εκρηγνυόμενων άστρων, των κεραυνών και των ασίγαστων ανέμων!
Όταν με σκούντησε η φίλη μου, ήταν σαν κάποιος να με καλούσε από ένα πεζό κόσμο που είχα ξεχάσει, ήταν σαν κάποιος να ενοχλούσε το πολύτιμο βύθισμα σε μια φυσική ροή που δεν έχει αρχή και τέλος και που σε ραντίζει με αγίασμα αναζωογονητικό! Είχα γίνει ένα με τη βοή του χειμάρρου και την ορμητικότητα των νερών του,  ήμουν σχεδόν μούσκεμα, αλλά με μια φυσική αγαλλίαση στο πρόσωπο.
Μου είπε ότι μέσ’ την αφαίρεσή μου φαινόμουν σαν να «ταξίδευα» σε άλλους κόσμους. Της απάντησα με τη γνωστή ποιητική φράση του Ρεμπώ «Μα η ζωή τελικά είναι  αλλού», ενώ απ’ το μυαλό μου περνούσε ο στίχος του Πωλ Ελυάρ «Αν υπάρχει ένας άλλος κόσμος, βρίσκεται μέσα στον κόσμο αυτόν».
Τι να πρωτοθυμηθώ. Πόσα παρόμοια «βυθίσματα» να φέρω στο νου. Κοντά σε ρυάκια, σε ξέφωτα, σε κορφούλες και σε απάγκια, όταν γύρω μου λυσσομανούσε ο άνεμος. Το αγαπημένο μου βουνό πάντα μου ’δινε τις ευκαιρίες του, πάντα έτοιμο για τα ανεκτίμητα φυσικά του δώρα. Πόσες φορές, αφήνοντας πίσω μου τη βαριά ατμόσφαιρα της μεγαλούπολης, διώχνοντας τα σύννεφα της διανοητικής ζωής του γραφείου, έσπευδα ταχύτατα να πέσω στην αγκαλιά του,  να ξεχάσω και να ξεχαστώ, να ρουφήξω χυμούς ζωής και σφρίγος απ’ τα τεράστια πνευμόνια των δασών του. Κάθε πηγούλα, κάθε στροφή μονοπατιών, κάθε ραχούλα, κάθε ξέφωτο, κάθε σημείο αγναντέματος είχε να μου πει τη δική του ιστορία και μου ’δινε το χέρι του για θερμό χαιρετισμό και καλωσόρισμα.
                                                           -----------------
Μέχρι που ήρθε το μεγάλο, σχεδόν εξοντωτικό χτύπημα τον Ιούνιο 2007. Γιατί η πυρκαγιά εκείνου του Ιουνίου 2007 έτσι μπορεί να λογαριαστεί, σαν φονικό χτύπημα, σαν φονικό χτύπημα στο μεγάλο αγαπημένο βουνό της Αττικής, στη μεγάλη ανάσα ζωής της πρωτεύουσας. Η πυρκαγιά έκαψε πάνω από 25.000 στρέμματα δάσους, κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος του δυτικού τμήματος του βουνού και πάγωσε κυριολεκτικά τις καρδιές μας, όχι μόνο γι’ αυτή καθ’ εαυτή την καταστροφή αλλά και για την ανικανότητα των διοικητικών μηχανισμών της χώρας.
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι πυρκαγιές στα δάση αποτελούν φαινόμενο που ανέκαθεν συνέβαινε στη Φύση, ή ακόμη βαθύτερα ότι το στοιχείο της καταστροφής συνυπάρχει σε πλανητικό και συμπαντικό επίπεδο μαζί με όλες τις άλλες διαδικασίες συντήρησης και αναπαραγωγής της ζωής κι ευρύτερα της ύπαρξης. Γιατί δεν το δεχόμαστε, γιατί δεν συμφιλιωνόμαστε μαζί του;  Γιατί να είμαστε τόσο «βιοκεντρικοί» ή ακόμη περισσότερο «περιβαλλοντοκεντρικοί»; Γιατί τόσο ισχυρή αντίδραση απ’ ορισμένους ανθρώπους με ευαισθησίες «προστατευτικότητας»;
Πράγματι το στοιχείο του θανάτου και της καταστροφής συνυπάρχει. Αλλά καταστροφή από καταστροφή διαφέρει. Άλλη η πυρκαγιά που ανάβει τυχαία από κάποιο κεραυνό σ’ ένα δάσος εκατομμύρια ή και απλώς χιλιάδες χρόνια πριν απ’ την επεκτατική και πιεστική παρουσία των ανθρώπων πάνω στον πλανήτη κι άλλη η πυρκαγιά που ανάβει μετά τη βιομηχανική εποχή, όταν πια το φυσικό περιβάλλον βρίσκεται σε συνεχή πίεση και κατάσταση εκμετάλλευσης από τις επεκτατικές δραστηριότητες του ανθρώπου, του οποίου η τεχνολογική πρόοδος, οι συνήθειες και σκοπιμότητές του αποτελούν πια νέο μόνιμο παράγοντα επιβάρυνσης ενάντια στις φυσικές ισορροπίες. Και πρόκειται για παράγοντα που δεν ελέγχεται πια ούτε απ’ αυτόν τον ίδιο.
 Άλλες τελείως οι συνθήκες πριν από χιλιάδες ή εκατομμύρια χρόνια κι  άλλες οι συνθήκες τώρα. Τότε, ό,τι και να γινόταν βρισκόταν απόλυτα μέσα στον κύκλο των αιτίων κι αποτελεσμάτων των καθαρά φυσικών διαδικασιών κι η φύση επούλωνε τα τραύματά της, αν τα επούλωνε, μέσα στο πλαίσιο της δυναμικής των δικών της ισορροπιών. Τώρα, η μόνιμη ανθρώπινη παρέμβαση αποτελεί έναν πρόσθετο επιβαρυντικό παράγοντα διαρκώς αυξανόμενης έντασης, πράγμα που αργά ή γρήγορα δημιουργεί ένα είδος νέων υποχρεώσεων του ανθρώπινου είδους απέναντι στο φυσικό κόσμο, σχετικά τουλάχιστον με τις ισορροπίες που του έχει διαταράξει.
Βέβαια θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι σε τελευταία ανάλυση πρόκειται για υποχρεώσεις απέναντι στον ίδιο τον εαυτό του, γιατί η διατάραξη της οικολογικής ισορροπίας του γύρω του φυσικού κόσμου αργά ή γρήγορα στρέφεται ενάντια και στη δική του ύπαρξη και επιβίωση, αφού η τελευταία είναι αλληλένδετη με όλα τα άλλα βιοτικά και αβιοτικά στοιχεία αυτού του κόσμου. Πρόκειται γι’ αυτό που συχνά λέγεται: «Η Φύση εκδικείται». Συνεπώς, για λόγους αυτοσυντήρησης, αν δεν θέλεις να υποστείς τις εκδικητικές της συνέπειες, μην διαταράσσεις τις ισορροπίες της. Παρ’ όλα αυτά θέλω να πιστεύω ότι αυτή η νέα υποχρέωση ή τουλάχιστον δικαίωμα για φροντίδα και προστασία της οικολογικής ισορροπίας μπορεί να στηριχθεί και σ’ άλλες μη ωφελιμιστικές θεωρήσεις, σύμφωνα με τις οποίες το ανθρώπινο ον, ως ον με συνείδηση, νόηση και αξίες, δικαιολογείται να παρεμβαίνει προστατευτικά, στηριζόμενο σε μια νέα αισθητική και αξιολογία απέναντι στο φυσικό κόσμο και τις ισορροπίες του.
Η βαθύτατη θλίψη   για το καταστρεπτικό πύρινο χτύπημα του Ιουνίου 2007 στο αδελφικό βουνό μας έφερε σε χίλιες-δυο ορθολογικές σκέψεις, όπως οι προηγούμενες, γύρω απ’ την ανάγκη προστασίας  του φυσικού στοιχείου που μας περιβάλλει και μας εξαρτά. Κι αντίστοιχα προκάλεσε δικαιολογημένη αγανάκτηση για την ανικανότητα των αρμόδιων διοικητικών μηχανισμών κι ευρύτερα του ανθρώπινου παράγοντα να παρέμβει προληπτικά κι αποτρεπτικά ή ακόμη χειρότερα για τις άθλιες κι εγκληματικές σκοπιμότητες, που μπορεί να κρύβονται πίσω απ’ αυτές τις παραλείψεις ή ολιγωρίες. Πολλές φορές, με αφορμή ένα συνταρακτικό καταστρεπτικό γεγονός, η ανθρώπινη ορθολογική σκέψη αρχίζει και πραγματοποιεί ποικίλες διαδρομές γύρω απ’ την πρόκλησή  του και τη δυνατότητα, αν υπήρχε, της αποφυγής του. Με λίγα λόγια δεν θέλει να το αποδεχθεί και πασχίζει να συγκροτήσει ένα ολόκληρο οικοδόμημα  επιχειρημάτων για να δικαιολογήσει την άρνησή του. Τα καταφέρνει; Όχι πάντα, γιατί το «ορθολογικό» είναι   μάταιο να πιστεύουμε ότι καλύπτει όλα τα βαθιά μας ερωτήματα και ιδιαίτερα εκείνα που σχετίζονται με την πραγματικότητα των καταστροφών και του θανάτου. Το «destrudo» δεν αποτελεί κι αυτό θεμελιακό στοιχείο του ανθρώπινου ασυνείδητου, όπως και το “libido”, σύμφωνα με τη ψυχαναλυτική θεώρηση;
Πέρα όμως απ’ την ορθολογική αντίδραση, πέρα απ’ το «σκέπτεσθαι και αναλύειν» υπάρχει το «νοιώθω», το «νοιώθω» με αισθήματα,ορμές, ένστικτα, μ’ όλα τα μύχια της ύπαρξής μου. Έτσι, μόλις πληροφορήθηκα τη μεγάλη πυρκαγιά κι έσπευσα να προσφέρω τις υπηρεσίες μου την ίδια νύκτα, ως εθελοντής δασοπυροσβέστης στην περιοχή των Θρακομακεδόνων, κοντά στη χαράδρα της Χούνης, ήμουν πλημμυρισμένος από ποικίλα και παράξενα αισθήματα. Ήταν απ’ τις σπάνιες περιπτώσεις που αισθάνεσαι ότι καταστρέφεται κάτι που, ενώ είναι ολότελα δικό σου, παράλληλα ανήκει και σ’ όλους. Κάτι που σπεύδεις να το προστατεύσεις και να το σώσεις ως αγαθό που ανήκει στην ολότητα, ακόμη και πέρα απ’ την ανθρώπινη κοινότητα, ενώ την ίδια στιγμή το νοιώθεις ως μέρος του ίδιου του εαυτού σου, ως αγαθό που  χαίρεται το ίδιο σου το άτομο. Σπεύδεις να σβήσεις τη φωτιά “στην αυλή σου” και νοιώθεις την αυλή σου σαν την «αυλή ολόκληρου του κόσμου». Σπάνιες στιγμές ταύτισης του εαυτού με ολόκληρη την πλάση, σπάνιες στιγμές, όπου η κοινοκτημοσύνη ταυτίζεται με τη «δική σου ιδιοκτησία».
Η εσωτερική ταύτιση με το τραυματισμένο βουνό σε ωθούσε σε κινητοποίηση ,που ο αυθορμητισμός της περνούσε κάθε όριο, ενώ παράλληλα η αγανάκτησή σου γιγαντωνόταν καθώς ένοιωθες πως οι επίσημες οργανωτικές δομές των υπηρεσιών πυρόσβεσης κι ευρύτερα οι αρμόδιοι διοικητικοί μηχανισμοί δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να συντονιστούν με τις εθελοντικές ομάδες και ν’ αξιοποιήσουν το αυθόρμητο εθελοντικό στοιχείο και τις όποιες δημιουργικές δυνάμεις που αυτό περικλείει.
Αγανάκτηση που συναντούσε τη δύσκολα συγκρατούμενη οργή, που προερχόταν απ’ τη βάσιμη υποψία ότι η μεγάλη πυρκαγιά μπορούσε ν’ αποτραπεί, αν υπήρχε περισσότερη υπηρεσιακή υπευθυνότητα κι αποτελε­σμα­τικότητα ή ακόμη και πιο ουσιαστικός πολιτικός έλεγχος. Και η οργή βέβαια είχε βαθύτερες ρίζες. Δύσκολα μπορούσες να πιστέψεις ότι όσοι συνολικά πολιτικά προΐσταντο στην όλη υπόθεση της προστασίας του δρυμού και της αντιμετώ­πισης του τρομερού κινδύνου που τον απειλούσε,  ένοιωθαν σε βάθος την αξία αυτού που χανόταν εκείνες τις στιγμές και πονούσαν στον ίδιο βαθμό με σένα. Τους πρόδιδαν οι αντιδράσεις τους και τα λεγόμενά τους. Κύκλοι ανθρώπων φθαρμένων μέσα στα γρανάζια της γραφειοκρατίας και των πολιτικών σκοπιμοτήτων και οπωσδήποτε αποξενωμένων απ’ τη φυσική ζωή, τη γοητεία της και τις ομορφιές της. Πονάς και πέφτεις με δύναμη να σώσεις ό,τι αγαπάς, ενώ άλλοι αντιμετωπίζουν με γραφειοκρατική δυσκαμψία και στενοκεφαλιά ό,τι γι’ αυτούς είναι  ξένο και απλώς «αντικείμενο αρμοδιοτήτων τους» που πρέπει, θέλουν δε θέλουν, να το χειριστούν.
Δύο διαφορετικοί κόσμοι! Δύο διαφορετικές οπτικές. δύο διαφορετικοί αξιακοί και αισθητικοί προσανατολισμοί. Κι η διαχωριστική τους γραμμή δε χαράσσεται μόνο από κάποιες ορθολογικές και ηθικές διαφοροποιήσεις και αναλύσεις. Υπάρχει μια βαθύτερη υπαρξιακή διαφορά, ένας διαφορετικός υπαρξιακός προσανατολισμός, που δεν μπορεί απλώς να προσδιορισθεί με βάση τα «σημαινόμενα» μιας «επίσημης» λογικής.
Στον ένα κόσμο μετράει το δόσιμο όλη σου της ύπαρξης σε κάτι αρχέγονο, σε κάτι αυθεντικά φυσικό, σε μια αγκαλιά που περικλείει και αναγεννά χωρίς καμιά σκοπιμότητα, λογικό υπολογισμό, και επιλογή «παρενθέσεων». Σ’ αυτό τον κόσμο μιλούν τα βάθη της ψυχής σου, που σε ωθούν να ταυτιστείς μ’ ό,τι λυτρωτικά εξαφανίζει την κουραστική οριοθέτηση του ατομικού εγώ και ανοίγει το ευρύτατο πεδίο της ένωσης ή ακριβέστερα της επανένωσης με τη μεγάλη φυσική μήτρα, το αρχέγονα προγονικό, τη διαρκώς ανανεούμενη αρχική αυθεντική πηγή. Όσο φθαρμένος κι αν είσαι, αν πιάσεις αυτό το μίτο σημαίνει ότι αυθεντικές, γνήσιες, αγνές πλευρές του .εαυτού σου έχουν ελπίδες να παραμείνουν ζωντανές και να παλέψουν για το αυγάτισμά τους. Σ’ αυτόν τον κόσμο τα μηνύματα και τα κύματα της καρδιάς έχουν τον πρώτο λόγο και σε φέρνουν στις κορυφογραμμές εκείνες στις οποίες, έστω προσωρινά, γεύεσαι  το αιώνιο,  το ακατάλυτο, το ακύμαντο, το διαχρονικά σταθερό ή ακόμη και μια μεταβλητότητα που δε σχετίζεται με τις επιφανειακές αλλαγές μιας επιπόλαιης και ρηχής  ζωής, που κυριαρχείται από τα εμπορεύσιμα “είδωλα της βιομηχανίας των θεαμάτων”   -είδωλα και βιομηχανία που χαρακτηρίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο-, αλλ’ αποτελεί το χρώμα και το άρωμα μιας κίνησης που εμπλουτίζει το υπαρξιακό ταξείδι. Σ’ αυτό τον κόσμο τα μύχια της ύπαρξής σου αναπνέουν άλλον αέρα κι ακουμπούν σ’ άλλες ορίζουσες, που κρύβουν τη δική τους εντιμότητα και δικαιοσύνη. Κι επιπλέον εγγυώνται μια ακεραιότητα βάθους, που είναι σχεδόν αδύνατο ν’ αμφισβητηθεί ακόμη κι απ’ τους πιο σατανικούς τεχνίτες του ψεύδους  και της χειραγώγησης.
Στον άλλον κόσμο μετράει η σκοπιμότητα, ο υπολογισμός του οφέλους, όπως μπορεί να προσδιοριστεί με βάση τα κριτήρια μιας ζωής «εργαλειακά» ορθολογικής, καταναλωτικής, επιφανειακής, κυριαρχούμενης από υλικές επιτυχίες του λεγόμενου «ανθρώπου των επιτευγμάτων», που πολλές φορές περιφρονεί και ποδοπατεί το φυσικό. Στον ίδιο κόσμο θα συναντήσεις τη γραφειοκρατική λογική ή την τεχνοκρατική αλαζονεία ή την εμμονή στη συσσώρευση του υλικού πλούτου και των .ανέσεων, που κάθε άλλο παρά επιβεβαιώνουν ανθρώπινη υπαρξιακή πληρότητα και ποιότητα.
Μέσα απ’ την άφατη θλίψη κι αγανάκτηση για μια φυσική καταστροφή, που μπορούσε ν’ αποτραπεί, ανακαλύπτεις την εσωτερικότητα της βαθειάς σου σύνδεσης  με το στοιχείο της Φύσης και της Ποίησης που περικλείει. Παράλληλα αναμετριέσαι με άλλες εκδοχές του σύγχρονου πολιτισμού και της σύγχρονης νοοτροπίας της υλικής συσσώρευσης, που τελικά υπονομεύει κάθε προσπάθεια γεφύρωσης του τεχνητού, του «κατασκευασμένου», του στοχευμένου απ’ τον τεχνολογικό πολιτισμό με τις φυσικές ορίζουσες της ύπαρξής μας. Επίσης σου δίνεται η ευκαιρία να προχωρήσεις πέρα απ’ τις ορθολογικές εκτιμήσεις και διαπιστώσεις και να εμβαθύνεις ακριβώς σ’ αυτή την εσωτερικότητα του δεσίματός σου με το στοιχείο της Φύσης, μ’ άλλες διαστάσεις και ιδιότητες του εαυτού σου. Το αρχέγονο, η άγρια ομορφιά, η ορμή που δεν ξέρει από λέξεις και σκέψεις, μιλά κατ’ ευθείαν στην ψυχή χωρίς διαμεσολα­βήσεις και δυσκολίες αποκωδικοποίησης.
Το δέσιμό σου με το αγαπημένο βουνό, με το αγαπημένο τοπίο, με την ανεξάντλητη Μεγάλη Μάννα, ακουμπά σε μονοπάτια εσωτερικού κόσμου, που ξεμακραίνουν απ’ την ωφελιμιστική λογική κι απ’ ό,τι μπορεί να μετρηθεί με τα εργαλεία της επιστήμης. Το αρχέγονο συναντάται με το εσώτατο. Ο ομφάλιος λώρος του εσωτερικού ανθρώπου με τις δυνάμεις, τα μυστικά μιλήματα και τους αναζωογονητικούς χυμούς της Μεγάλης Μάννας. Πρόκειται για μια ταύτιση, όπου αρχικά ξεχνιέται το εγώ για να ξαναβρεθεί αργότερα εμπλουτισμένο κι ανανεωμένο μέσα σ’ ένα «παν-νατουραλιστικό εμείς», ικανό να σε κάνει να ξεχνάς τις οδύνες  μιας σπασμένης κι αποκομμένης ατομικής ύπαρξης, οδύνες που όσο κι αν καλύπτονται απ’ τον θόρυβο της τεχνολογίας και των θεαμάτων ολοένα και πληθαίνουν στη σύγχρονη εποχή.
Έτσι ο πόνος που γεννήθηκε απ’ την καταστροφή του αγαπημένου βουνού έγινε μοναδική εμπειρία εμβάθυνσης και πηγή αντιστασιακών σκέψεων και πράξεων. Ο πόνος μετασχηματίστηκε σε μυστική φωλιά ψυχικής ανθοφορίας, με σκόπευση πάντα την ενδυνάμωση της αγάπης για την ορεινή φύση, τα δάση και γενικότερα τη φυσική ζωή και τα μηνύματα που μας στέλνει ακατάπαυστα. Το κλάμα μου δεν παρέμεινε μια παθητική κατάσταση, αλλά βαθμιαία ωρίμασε σε καρπό ακόμη περισσότερης μαχητικότητας και συμμετοχής σε συλλογικές δραστηριότητες, που σκοπεύουν στην αποκατάσταση του σεβασμού προς τη Φύση, στην αποκατάσταση των ιερών δεσμών μαζί της, στη νέα ανάδειξη της μαγείας και των ποιητικών στοιχείων που περικλείει, που σκοπεύουν τελικά στην εμπλουτισμένη,ισορροπημένη και δημιουργική συλλειτουργία με το Φυσικό. Μακριά απ’ την άρρωστη εμμονή στο πώς αποκλειστικά και μόνο θα εκμεταλλευόμαστε τις φυσικές δυνάμεις, πώς θα τις κάνουμε να δουλεύουν μόνο για τις δικές μας σκοπιμότητες, πώς θα τις «υποτάξουμε», πώς θα τις «κατακτήσουμε».
Υπάρχει πράγματι περιθώριο και για ένα άλλο όραμα συνύπαρξης, συνεργασίας και προστασίας του φυσικού στοιχείου, που περιέχει άλλες αισθητικές, βιωματικές και ευρύτερα υπαρξιακές διαστάσεις, πέρα από κριτήρια απλής επιβίωσης του ανθρώπινου πολιτισμού και επιστημονικής συμβολής στη διατήρηση των φυσικών οικοσυστημάτων. Ένα όραμα, θα τολμούσα να πω, που συναντιέται με τον ποιητικό λόγο και τις «μαγικές» του ιδιότητες (σ’ αυτό το σημείο θα θυμηθώ το παν-νατουραλιστικό ποιητικό μήνυμα ενός Γουόλτ Γουίτμαν ή τον ποιητικό διάλογο του  Χιαγουάθα με τις δυνάμεις της Φύσης, όπως εκφράζεται στο Τραγούδι του Χιαγουάθα του Λονγκφέλλοου). Κι ακριβώς ένα τέτοιο όραμα ταιριάζει σ’ ένα ανανεωμένο οικολογικό κίνημα, που συνδέει την προστασία  του φυσικού περιβάλλοντος με τη γέννηση και την ανάπτυξη μιας άλλης κουλτούρας, που θα ξεπερνά την καντόφθαλμη προοπτική ενός στείρου ορθολογισμού και ωφελισμού.
                                                                        
                                                                        
  Αθήνα, καλοκαίρι 2008

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου